-
1 ὅπως
ὅπως, ὅππως: how, in order that, as.— (1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.— (2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅπως
-
2 ὅππως
ὅπως, ὅππως: how, in order that, as.— (1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.— (2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅππως
-
3 ἔργον
ἔργον ( ϝέργον): work, deed, act, thing; μέγα ἔργον, usually in bad sense (facinus), Od. 3.261, but not always, Il. 10.282; collectively, and pl., ἔργον ἐποίχεσθαι, ἐπὶ ἔργα τρέπεσθαι, νῦν ἔπλετο ϝέργον ἅπᾶσιν, ‘something for all to do,’ Il. 12.271; with specifying adj., πολεμήια, θαλάσσια ἔργα, ἔργα γάμοιο, Β , Il. 5.429; esp. of husbandry, οὔτε βοῶν ὄυτ' ἀνδρῶν φαίνετο ϝέργα (boumque hominumque labores), Od. 10.98, and simply ἔργα, fields, Ἰθάκης εὐδειέλου ἔργ' ἀφίκοντο, ξ 3, Il. 2.751; of the results of labor ( κρητήρ) ἔργον Ἡφαίστοιο, Od. 4.617; ( πέπλοι) ἔργα γυναικῶν, Il. 6.289; also in the sense of ‘accomplishments,’ Od. 8.245, etc.; ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, these ‘matters,’ ‘affairs.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔργον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский